ξύπνιος, -ια, -ιο

ξύπνιος, -ια, -ιο
1. ο ξυπνητός, αυτός που δεν κοιμάται: Το παιδί είναι ακόμα ξύπνιο.
2. έξυπνος, ευφυής, εύστροφος: Όλα τα παιδιά είναι ξύπνια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξύπνιος — α, ο 1. ξυπνητός, άγρυπνος, αυτός που δεν κοιμάται 2. μτφ. έξυπνος, ευφυής 3. το αρσ. ως ουσ. ο ξύπνιος εγρήγορση, αφύπνιση, ξύπνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυπνός + κατάλ. ιος, κατά το σχήμα ορθός: όρθιος] …   Dictionary of Greek

  • πυνθάνομαι — και ποιητ. τ. πεύθομαι Α 1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ. β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης… …   Dictionary of Greek

  • Terror X Crew — waren eine Hip Hop Band aus Griechenland. Sie formierten sich 1992 in Athen in der bis heute unveränderten Besetzung Artemi und Efthimi (MCs) und DJ AL X (Turntables, Sampler Produktion) und sind auch als Graffiti Writer aktiv. Nach ersten… …   Deutsch Wikipedia

  • έμφρων — ον (AM ἔμφρων, ον) φρόνιμος, γνωστικός, μυαλωμένος («οἱ ἄφρονες ἀπεδείχθησαν ἔμφρονες») αρχ. 1. μυαλωμένος, αυτός που έχει σώες και ακέραιες τις φρένες ή τις αισθήσεις του («ἕως δ ἔτ ἔμφρων εἰμί» όσο έχω τα λογικά μου, Αισχ.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • έξυπνος — η, ο (AM ἔξυπνος, ον) [ύπνος] ξύπνιος, αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο ή δεν έχει κοιμηθεί ακόμη μσν. νεοελλ. 1. άγρυπνος, σε εγρήγορση, προσεκτικός 2. ο ευφυής, αυτός που βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση και έχει ταχεία αντίληψη …   Dictionary of Greek

  • ανοιχτομάτης — ισσα, ικο (κ. ανοιχτόματος, η, ο) 1. αυτός που έχει τα μάτια του ανοιχτά, που δεν τον ξεγελούν, ο ξύπνιος 2. ερωτομανής …   Dictionary of Greek

  • ανοιχτόμυαλος — η, ο 1. αυτός που έχει μεγάλη αντίληψη, έξυπνος, ευφυής 2. αυτός που δεν δεσμεύεται από προκαταλήψεις ή ταμπού, λογικός, ξύπνιος …   Dictionary of Greek

  • εγρήγορση — η (AM ἐγρήγορσις) η κατάσταση τού άγρυπνου, το να είναι κανείς ξύπνιος μσν. νεοελλ. το να έχει κανείς ακμαίες τις πνευματικές του δυνάμεις νεοελλ. προσοχή …   Dictionary of Greek

  • εξυπνητός — και ξυπνητός, ή, ό ξύπνιος …   Dictionary of Greek

  • επεγείρω — ἐπεγείρω (Α) [εγείρω] 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ («μηδ εὕδοντ ἐπέγειρε», Θέογν.) 2. ξεσηκώνω, διεγείρω («τὸ πάλαι κείμενον ἤδη κακόν... ἐπεγείρειν», Σοφ.) 3. ανορθώνω, σηκώνω επάνω 4. (η μτχ. ενεργ. παρακμ. με παθ. σημ.) επεγρηγορώς ξύπνιος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”